ροζιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροζιάζω < ρόζ(ος) + -ιάζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾoˈzʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ζιά‐ζω

ροζιάζω, αόρ.: ρόζιασα, μτχ.π.π.: ροζιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • βγάζω ρόζους
    ρόζιασαν τα χέρια του απ' το τσαπί και απ' το θέρισμα
    τα παλιά ξύλα ροζιάζουν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ρόζος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]