ροκέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροκέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική roquer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ροκέ ουδέτερο άκλιτο

  • (σκάκι) σύνθετη κίνηση στο σκάκι κατά την οποία ο βασιλιάς κινείται δύο τετράγωνα προς την κατεύθυνση του πύργου και ο πύργος μετακινείται δίπλα στο βασιλιά περνώντας από πάνω του

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]