ρομανικές γλώσσες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρομανικές γλώσσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) (γλωσσολογία) λατινογενείς γλώσσες που εξελίχθηκαν διαφορετικά ανάλογα με το προϋπάρχον γλωσσολογικό υπόστρωμα· ήταν το πρώτο στάδιο προς τα σημερινά ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, καταλανικά, οξιτανικά, ρουμανικά, κ.α.
- (κατ’ επέκταση) οι παραπάνω σημερινές γλώσσες
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- ρωμανικές γλώσσες