ροντέο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροντό, ροντέλο
Επίδειξη ροντέο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροντέο < αγγλική rodeo < ισπανική rodeo < rodear < λατινική rota

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ro.ˈde.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ντέ‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ροντέο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]