ρωμαίικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωμαίικο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρωμαίικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (μάλλον παρωχημένο, λαϊκό) η Ελλάδα, η ελληνική κοινωνία, οι Έλληνες, η ελληνική νοοτροπία
- ↪ Σου ήρθε ξαφνικό ; Δεν ξέρεις πώς γίνονται αυτές οι δουλειές στο ρωμαίικο;
- ↪ Μια κουβέντα σου είπε μόνο κι εσύ αντέδρασες έτσι! Σ' έπιασε το ρωμαίικό σου!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρωμαίικο
|