ρώσικη σαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρώσικη σαλάτα → δείτε τις λέξεις ρώσικος και σαλάτα

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ρώσικη σαλάτα θηλυκό και ρώσικη

  • σαλάτα που αποτελείται κατά βάση από μαγιονέζα στην οποία ανακατεύουμε αρακά και μικρούς κύβους βρασμένου καρότου και βραστής πατάτας
η ρώσικη σαλάτα πολύ σπάνια παρασκευάζεται στο σπίτι· συνήθως είναι βιομηχανικό προϊόν ή προϊόν εργαστηρίων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]