σήψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σήψ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σήψ, σηπός αρσενικό

  1. (ερπετό) δηλητηριώδες φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί σήψη
  2. (ερπετό) είδος σαύρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σήψ, σηπός θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη σήπω