σία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σία < βενετικά sia, προστακτική του siar (επιβραδύνω το σκάφος, κωπηλατώντας ανάστροφα) (πβ. ιταλικά scia, προστακτική του sciare)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]σία
- ναυτικό παράγγελμα για ανάστροφη κωπηλάτηση ώστε να ανακοπεί η πορεία του σκάφους
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σία κι αράξαμε: περιπαικτική έκφραση που δείχνει το τέλος μιας πορείας (κυριολεκτικής ή μεταφορικής)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σία
|