σαγιονάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγιονάρα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική さようなら (sayōnara: αντίο) さよなら (sayonara: αντίο), από τον τίτλο της ομώνυμης ταινίας του 1957 με τον Μάρλον Μπράντο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγιονάρα θηλυκό