σαλτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σαλτάρω
- ανεβαίνω κάπου με άλμα, δίνω ένα σάλτο
- ο πιτσιρικάς σάλταρε στην καρότσα του φορτηγού
- τρελαίνομαι
- θα σαλτάρω μ'όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαλτάρω