σαν τα χιόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsan‿daˈçoɲa/
Έκφραση
[επεξεργασία]σαν τα χιόνια!
- για κάποιον που εμφανίζεται μετά από μεγάλη απουσία
- ↪ Βρε, βρε, καλώς τον! σαν τα χιόνια! Πού ήσουνα τόσους μήνες;