σαπωνοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπωνοποιία οι σαπωνοποιίες
      γενική της σαπωνοποιίας των σαπωνοποιιών
    αιτιατική τη σαπωνοποιία τις σαπωνοποιίες
     κλητική σαπωνοποιία σαπωνοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαπωνοποιία < σάπων + -ποιία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαπωνοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή σαπουνιού
  2. η βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής σαπουνιού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]