σαρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
*σαρόω: → δείτε τη λέξη σαρῶ

*σαρόω (ελληνιστική κοινή)