σαρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρώ‐νο‐μαι

σαρώνομαι, π.αόρ.: σαρώθηκα, μτχ.π.π.: σαρωμένος, (ενεργ.: σαρώνω)