σαστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak

σαστίζω, πρτ.: σάστιζα, στ.μέλλ.: θα σαστίσω, αόρ.: σάστισα, μτχ.π.π.: σαστισμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]