σεκλεντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σεκλεντίζω < σεκλετίζω, με μετατροπή από «τ» σε «ντ»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /se.kleˈdi.zo/

σεκλεντίζω (παθητική φωνή: σεκλεντίζομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]