σεληνοτοπογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεληνοτοπογράφος < σεληνοτοπογραφία + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]σεληνοτοπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την σεληνοτοπογραφία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σεληνοτοπογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεληνοτοπογράφος
|