σελώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σελώνω < σέλα + -ώνω

σελώνω

  1. βάζω σέλα στη ράχη ενός υποζυγίου
    σελώνω το άλογο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]