σηκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σηκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σηκώνω

σηκώνομαι, πρτ.: σηκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα σηκωθώ, αόρ.: σηκώθηκα, μτχ.π.π.: σηκωμένος

  1. παύω να βρίσκομαι στην οριζόντια ή καθιστή στάση ώστε να σταθώ όρθιος
     συνώνυμα: εγείρομαι
  2. (για μαθητή του σχολείου) πηγαίνω από το θρανίο μου στην έδρα ή στον πίνακα για να εξεταστώ στο μάθημα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (χυδαίο) μου σηκώνεται: έχω στύση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]