σηματοδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σηματοδοτικός < σηματοδοτώ + -ση
Επίθετο
[επεξεργασία]σηματοδοτικός
- που έχει σχέση με τη σηματοδότηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σηματοδοτικός
|