σιγανοπαπαδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιγανοπαπαδιά | οι | σιγανοπαπαδιές |
γενική | της | σιγανοπαπαδιάς | των | σιγανοπαπαδιών |
αιτιατική | τη | σιγανοπαπαδιά | τις | σιγανοπαπαδιές |
κλητική | σιγανοπαπαδιά | σιγανοπαπαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιγανοπαπαδιά θηλυκό
- άντρας ή γυναίκα που υποκρίνεται ότι είναι ήσυχος/ήσυχη και πειθαρχικός/πειθαρχική ενώ δεν είναι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιγανοπαπαδιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)