σιγανοπαπαδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγανοπαπαδιά οι σιγανοπαπαδιές
      γενική της σιγανοπαπαδιάς των σιγανοπαπαδιών
    αιτιατική τη σιγανοπαπαδιά τις σιγανοπαπαδιές
     κλητική σιγανοπαπαδιά σιγανοπαπαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιγανοπαπαδιά < σιγανός + παπαδιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιγανοπαπαδιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]