σκίουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίουρος οι σκίουροι
      γενική του σκίουρου των σκίουρων
    αιτιατική τον σκίουρο τους σκίουρους
     κλητική σκίουρε σκίουροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκίουρος < από το σκιά και το ουρά, καθώς στην αρχαιότητα, θεωρούσαν ότι η ουρά του σκίουρου χρησίμευε πρωτίστως για να δημιουργεί σκιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Ένας σκίουρος.

σκίουρος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]