σκηνοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκηνοποιός < ελληνιστική κοινή σκηνοποιός < αρχαία ελληνική σκηνή + ποιέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκηνοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που φτιάχνει / κατασκευάζει σκηνές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σκηνοποιία
- → δείτε τις λέξεις σκηνή και ποιώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκηνοποιός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)