σκολιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σκολιανά | ||
γενική | των | σκολιανών | ||
αιτιατική | τα | σκολιανά | ||
κλητική | σκολιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκολιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκολιανός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sko.ʎaˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐λια‐νά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκολιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (προφορικό) μόνο στη φράση: ακούω τα σκολιανά μου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκολιανά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)