σκοπολαμίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοπολαμίνη οι σκοπολαμίνες
      γενική της σκοπολαμίνης των σκοπολαμινών
    αιτιατική τη σκοπολαμίνη τις σκοπολαμίνες
     κλητική σκοπολαμίνη σκοπολαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκοπολαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική scopolamine < γερμανική Skopolamin < νεολατινική Scopolia < Giovanni Antonio Scopoli + γερμανική Amin < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκοπολαμίνη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]