σκορπίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκορπιός, Σκορπιός, σκόρπιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκορπίος οἱ σκορπίοι
      γενική τοῦ σκορπίου τῶν σκορπίων
      δοτική τῷ σκορπί τοῖς σκορπίοις
    αιτιατική τὸν σκορπίον τοὺς σκορπίους
     κλητική ! σκορπίε σκορπίοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκορπίω
γεν-δοτ τοῖν  σκορπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκορπίος ήδη σε απόσπασμα του Αισχύλου < πιθανό Πρότυπο:μεσογειακό δάνειο[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκορπίος, -ου αρσενικό

  1. (ζώο) ο σκορπιός της ξηράς
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Παῖς ἀκρίδας θηρεύων καὶ σκορπίος, 215.1
    παῖς πρὸ τοῦ τείχους ἀκρίδας ἐθήρευε. πολλὰς δὲ συλλαβὼν ὡς ἐθεάσατο σκορπίον, νομίσας ἀκρίδα εἶναι, κοιλάνας τὴν χεῖρα οἷός τε ἦν καταφέρειν αὐτοῦ.
    Ήταν κάποιο αγόρι που τσάκωνε ακρίδες στο ύπαιθρο, έξω από τα τείχη. Είχε ήδη μαζέψει ένα σωρό όταν πήρε το μάτι του έναν σκορπιό. Για κακή του τύχη, τον πέρασε και αυτόν για ακρίδα. Στρογγύλεψε λοιπόν τη φούχτα του και ετοιμαζόταν να του την φέρει από ψηλά.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Το αγόρι που έπιανε ακρίδες.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 4, 7 @scaife.perseus
    Ἔχουσι δ’ ἔνια τῶν ἐντόμων καὶ κέντρα. Τὸ δὲ κέντρον τὰ μὲν ἔχει ἐν αὑτοῖς, οἷον αἱ μέλιτται καὶ οἱ σφῆκες, τὰ δ’ ἐκτός, οἷον σκορπίος· καὶ μόνον δὴ τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστιν.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, @scaife.perseus 139.1
    Ἐν Ἄργει δέ φασι γίνεσθαι ἀκρίδος τι γένος ὃ καλεῖται σκορπιομάχον. Ὅταν γὰρ ἴδῃ τάχιστα σκορπίον, ἀνθίσταται αὐτῷ· ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ σκορπίος ἐκείνῃ.
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 52 @scaife.perseus
    ἀλλὰ πορεύεται διὰ τῆς ἀγορᾶς, ὥσπερ ἔχις ἢ σκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον, ᾁττων δεῦρο κἀκεῖσε, σκοπῶν τίνι συμφορὰν ἢ βλασφημίαν ἢ κακόν τι προστριψάμενος καὶ καταστήσας εἰς φόβον ἀργύριον εἰσπράξεται.
  2. (ιχθυολογία) είδος αγκαθωτού ψαριού
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), 49, p.290, @scaife.perseus
    τὸν δὲ λοιπὸν χρόνον, ὁκόταν τὸ γάλα πίνῃ, δειπνεέτω ἄρτον ἔξοπτον, ὄψον δε ἐχέτω ἐν ἰχθύσι μὲν σκορπίον ἢ καλλιώνυμον ἢ κόκκυγα ἢ ῥίνης τέμαχος ἑφθὸν ἐν ἀρτύμασιν, ἐν κρέασι δὲ οἰὸς ἢ ἀλεκτρυόνος νεοσούς· ταῦτα ἑφθά·
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), 30, p.246, @scaife.perseus
    ἢν δὲ βούληται, καὶ τὸν ἄρτον ἐς τὸν οἶνον ἐνθρυπτόμενος ἐσθιέτω θερμόν· διδόναι δὲ καὶ ἰχθύων σκορπίον, δράκοντα, κόκκυγα, κωβιὸν, καλλιώνυμον, τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι.
  3. (φυτό) αγκαθωτό φυτό
  4. (αστερισμός) ο αστερισμός του Σκορπιού
    ※  3ος αιώνας πκε Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 5.1.25, @scaife.perseus
    καὶ Ζυγὸς αἰγλήεις πρὸς Σκορπίον αἰθερονωμῶν,
    ※  2ος πκε αιώνας Ίππαρχος ο Ρόδιος, Περί των Αράτου και Ευδόξου φαινομένων - βιβλία τρία, In Arati et Eudoxi phaenomena commentariorum libri iii, 1.7.12, p.70 @scaife.perseus
    τότε οὐχ ὁ Σκορπίος ἄρχεται ἀνατέλλειν, ἀλλὰ τοῦ Ὑδροχόου πλεῖον ἢ τὸ ἥμισυ ἀνατέταλκε μέρος, ὁ δὲ Σκορπίος ἤδη ὅλος 〈προηγεῖται τοῦ μεσημβρινοῦ〉.
  5. (οπλισμός) πολεμική μηχανή εκτόξευσης βλημάτων (όπως το κεντρί του σκορπιού) [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σκορπίος σελ. 1358-1359 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. σκορπίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.