σκούξιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκούξιμο τα σκουξίματα
      γενική του σκουξίματος των σκουξιμάτων
    αιτιατική το σκούξιμο τα σκουξίματα
     κλητική σκούξιμο σκουξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκούξιμο < σκουξ- (σκούζω) + -ιμο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsku.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐ξι‐μο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκούξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]