σκούφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκούφος οι σκούφοι
      γενική του σκούφου των σκούφων
    αιτιατική τον σκούφο τους σκούφους
     κλητική σκούφε σκούφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα με μάλλινο σκούφο στο κεφάλι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκούφος < σκουφ(ί) + -ος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsku.fos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκούφος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]