σκροφίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκροφίτσα | οι | σκροφίτσες |
γενική | της | σκροφίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σκροφίτσα | τις | σκροφίτσες |
κλητική | σκροφίτσα | σκροφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκροφίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκροφίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκροφίτσα
|