σκότωσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsko.to.se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐τω‐σε
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σκότωσε
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σκότωσε
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης O 1470 (Οξφόρδη, διασκευή Ιγνάτιου Πετρίτση, 17ος αιώνας)
- σκότωσε λιοντάρι καὶ φέρε μου τὸ δέρμα του, ἂν εἶσαι παλληκάρι
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης O 1470 (Οξφόρδη, διασκευή Ιγνάτιου Πετρίτση, 17ος αιώνας)