σκύλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκύλον < αρχαία ελληνική σκῦλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκύλον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) (συνήθως στον πληθυντικό: σκύλα / σκῦλα) λάφυρο, λεία, όπλο ή πανοπλία που αφαιρείται από σκοτωμένο εχθρό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκύλον
|