σκύψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκύψιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκύβω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκύψιμο
|
σκύψιμο ουδέτερο
|