σκώψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκώψ < άγνωστης ετυμολογίας Άλλοι θεωρούν ότι από το σκέπτομαι > σκοπός > σκώψ (λόγω του βλέμματος του πτηνού) > σκώπτω (πάλι λόγω του αστείου βλέμματος του μπούφου), ενώ άλλη σχολή θεωρεί ότι το σκώψ παράγεται από το σκώπτω που συνδέεται με το σκάπτω ή το σκέπτομαι. Πιθανολογείται όμως < σκοπός < σκέπτομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκώψ, τοῦ σκωπός αρσενικό (πληθυντικός: οἱ σκῶπες)
- (πτηνό) είδος κουκουβάγιας ή μπούφου (Strix scops)
- (χορός) είδος χορού στον οποίο μιμούνταν ή το πτηνό ή τον σκοπό στις ακροπόλεις που έβαζε το χέρι πάνω από τα μάτια για σκίαση ώστε να εποπτεύει καλύτερα τη γύρω περιοχή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σκώψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκώψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.