σκώψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ο σκώψ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκώψ < άγνωστης ετυμολογίας Άλλοι θεωρούν ότι από το σκέπτομαι > σκοπός > σκώψ (λόγω του βλέμματος του πτηνού) > σκώπτω (πάλι λόγω του αστείου βλέμματος του μπούφου), ενώ άλλη σχολή θεωρεί ότι το σκώψ παράγεται από το σκώπτω που συνδέεται με το σκάπτω ή το σκέπτομαι. Πιθανολογείται όμως < σκοπός < σκέπτομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκώψ, τοῦ σκωπός αρσενικό (πληθυντικός: οἱ σκῶπες)

  1. (πτηνό) είδος κουκουβάγιας ή μπούφου (Strix scops)
  2. (χορός) είδος χορού στον οποίο μιμούνταν ή το πτηνό ή τον σκοπό στις ακροπόλεις που έβαζε το χέρι πάνω από τα μάτια για σκίαση ώστε να εποπτεύει καλύτερα τη γύρω περιοχή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]