σλάλομ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σλάλομ < αγγλική slalom

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σλάλομ ουδέτερο άκλιτο

  • αγώνισμα του σκι στο οποίο ο σκιέρ πρέπει να κατέβει μια διαδρομή κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα σε πασσάλους που έχουν τοποθετηθεί σε τεθλασμένη γραμμή (ζικ ζακ)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]