σνακ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σνακ ουδέτερο άκλιτο
- λίγο φαγητό (κουλούρι, κομμάτι κέικ, φρούτο κ.λπ.) που τρώγεται ανάμεσα από τα κανονικά γεύματα
- ξηροί καρποί ή άλλα συνοδευτικά ποτού