σναϊπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σναϊπάρω < σνάιπ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική snipe

σναϊπάρω, αόρ.: σναϊπάρισα/σνάιπαρα (χωρίς παθητική φωνή)

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σνάιπαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σναϊπάρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]