σουβλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουβλίζω < μεσαιωνική ελληνική < σούβλα + -ίζω

σουβλίζω

  1. περνάω μία σούβλα κατά μήκος ενός σφάγιου για να το ψήσω
  2. ψήνω ένα σφάγιο στη σούβλα
  3. ανασκολοπίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]