σουπερμάρκετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουπερμάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket[1]
Τμήμα μαναβικής σε σουπερμάρκετ.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σουπερμάρκετ ουδέτερο άκλιτο

  • μεγάλο κατάστημα λιανικής πώλησης τροφίμων και ειδών για το σπίτι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]