σουρτουκεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουρτουκεύω < σουρτούκ(ης) + -εύω

σουρτουκεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]