σούρλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται πηγές)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σούρλος | οι | σούρλοι |
γενική | του | σούρλου | των | σούρλων |
αιτιατική | τον | σούρλο | τους | σούρλους |
κλητική | σούρλε | σούρλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σούρλος < σλαβικής προέλευσης сурла
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σούρλος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- όλα τα γουρούνια τον ίδιο σούρλο έχουν: σκωπτικό για ανθρώπους που έχουν κάποια ελαττώματα ή αρνητικά χαρακτηριστικά