σούρλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται πηγές)


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σούρλος οι σούρλοι
      γενική του σούρλου των σούρλων
    αιτιατική τον σούρλο τους σούρλους
     κλητική σούρλε σούρλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούρλος < σλαβικής προέλευσης сурла

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρλος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]