σπαζοκεφαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαζοκεφαλιά | οι | σπαζοκεφαλιές |
γενική | της | σπαζοκεφαλιάς | των | σπαζοκεφαλιών |
αιτιατική | τη | σπαζοκεφαλιά | τις | σπαζοκεφαλιές |
κλητική | σπαζοκεφαλιά | σπαζοκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπαζοκεφαλιά θηλυκό