σπανίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπανίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπανίως < σπάνι(ος) + -ως.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σπανίως



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπανίως < σπάνι(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σπανίως, συγκριτικός:σπανιώτερον/σπανιαίτερον, υπερθετικός: σπανιώταταζ/σπανιαίτατα