σπιροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιροσκόπιο | τα | σπιροσκόπια |
γενική | του | σπιροσκόπιου & σπιροσκοπίου |
των | σπιροσκόπιων & σπιροσκοπίων |
αιτιατική | το | σπιροσκόπιο | τα | σπιροσκόπια |
κλητική | σπιροσκόπιο | σπιροσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπιροσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπιροσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπιροσκόπιο
|