σπογγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπογγίζω < αρχαία ελληνική σπογγίζω < σπόγγος

σπογγίζω (παθητική φωνή: σπογγίζομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]