σπουδαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπουδαία < σπουδαί(ος) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]σπουδαία
- με σπουδαίο τρόπο, με σπουδαιότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπουδαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σπουδαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπουδαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπουδαίος