σπουδαιοφάνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπουδαιοφάνεια < σπουδαιοφανής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπουδαιοφάνεια θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπουδαιοφάνεια