στάχτιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στάχτιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σταχτιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στάχτιασμα
|