σταλτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σταλτικά | ||
γενική | των | σταλτικών | ||
αιτιατική | τα | σταλτικά | ||
κλητική | σταλτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταλτικά ουδέτερο πληθυντικός
- τα έξοδα αποστολής ενός γράμματος ή δέματος