στασίαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στασίαρχος | οι | στασίαρχοι |
γενική | του | στασίαρχου & στασιάρχου |
των | στασίαρχων & στασιάρχων |
αιτιατική | τον | στασίαρχο | τους | στασίαρχους & στασιάρχους |
κλητική | στασίαρχε | στασίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στασίαρχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στασίαρχος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στασίαρχος
|