στασίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στασίαση | οι | στασιάσεις |
γενική | της | στασίασης* | των | στασιάσεων |
αιτιατική | τη | στασίαση | τις | στασιάσεις |
κλητική | στασίαση | στασιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στασιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στασίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στασίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στασίαση
|